- σμήχω
- ΜΑ1. πλένω με σαπούνι ή σαπωνώδη αλοιφή («ἐκ κεφαλῆς δ' ἔσμηχεν ἁλὸς χνόον», Ομ. Οδ.)2. καθαρίζω με τη χρήση αλοιφής («τὰ μέλη λελωβημένους... ὁ μακάριος ἔσμηχε καὶ ἀπέρριπτε», Μηναί.)αρχ.1. καθαρίζω αφαιρώντας κάτι («σμήχειν φλέγμα», Αρετ.)2. παροιμ. «Αιθίοπα σμήχειν» — λεγόταν για κάποιον που ματαιοπονούσε.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμη- τού ρ. σμῶ* / σμήω + ενεστωτικό επίθημα -χω (πρβλ. τρύ-χω, ψή-χω)].
Dictionary of Greek. 2013.